Για πολλούς, ο Υμηττός είναι το ψωμοτύρι τους. Ξέρουν απ'έξω κάθε του μονοπάτι, πέτρα, βραχάκι, ανηφόρα και κατηφόρα. Εγώ ανήκω στους άλλους - αυτούς που ακόμα χάνονται εκεί πάνω - και που ανα περιόδους ευχαριστούν τον Κύριο που καταφέρνουν να γυρίσουν σπίτι τους χωρίς σπασμένα κόκαλα και μηχανάκια.
Το Σάββατο βρεθήκαμε με τον Γιάννη στα πιστάκια Παπάγου. Από τις πρώτες δηλώσεις του, "έχω να το βάλω μπροστά από τον Ωρωπό" και "πάω λίγο πέταλο να ξεδώσω"και σε συνδυασμό με μια έκφραση "φέρτε μου να φάω κάθε πέτρα και ραχούλα" ήταν εξ' αρχής ξεκάθαρες οι άγριες προθέσεις του.
Κάναμε μερικούς γύρους στα πιστάκια, ζεσταθήκαμε, κάναμε διάλειμμα, πήραμε τις ανάσες και ακούστηκε κάτι σαν "μονοπάτι και μετά Καλοπούλα". Τι ήθελε και το πε? Το μόνο που σκεφτόμουν, ήταν ένας καφές - που σημειωτέον, δεν είχα πιει το πρωί. Συνεχίσαμε λίγο στα πιστάκια, και το βουνό μάζευε σύννεφα και σαν να δρόσιζε σιγά σιγά. Η ιδέα του καφέ, στο επόμενο διάλειμμα είχε ήδη αντικατασταθεί με την ιδέα μιας ζεστής σοκολάτας!
Αλλά όπως πολύ σωστά το έθεσε ο Γιάννης "ε και πώς θα πάμε Καλοπούλα? Από δρόμο???". Ε ναι. Έπρεπε να διαλέξουμε μονοπάτι.
Στα πιστάκια, εκτός από εμάς τους δύο, ήταν και η Χριστίνα με το Honda της, όπου αφού έκανε αρκετή εξάσκηση στο (όχι) μαλακό και αφράτο χώμα του Υμηττού, δώσαμε ραντεβού στην Καλοπούλα. Είπαμε, στην άσφαλτο, στρίβεις αριστερά και μετά όλο δεξιά. Στην εύλογη ερώτησή της, σε πόση ώρα να μας περιμένει, ένας υπερσίγουρος και κουλ Γιάννης απάντησε "ε σε κανα τέταρτο".
Κάπου εκεί, έκανα μια μικρή παρέμβαση, καθώς η κότα μέσα μου ήταν βεβαία πως δεν θα ήμασταν από μονοπάτι στην Καλοπούλα σε ένα τέταρτο. Με το μπαρδόν δηλάδης, αλλά είχα να μπω σε μονοπάτι από δεν ξέρω κι εγώ πότε. Τον Μάιο ίσως? Οκ, θα φτάναμε, αλλά σίγουρα όχι σε τέταρτο...
Έγινε η σχετική συνεννόηση - τύπου, καλά, φτάσε, πάρε καφέ και θα ρθούμε κάποια στιγμή - όσο γίνεται πιο γρήγορα.
Και ξεκινήσαμε, με τον Γιάννη αρχηγό. Να πω εδώ οτι σαν οδηγοί, συνειδητοποίησα πως είμαστε εντελώς διαφορετικοί. Εκεί που εγώ θα κοιτάξω να πάω από το πιο βατό πάτημα, το πιο ομαλό κατέβασμα, θα τσεκάρω αν όντως αυτή είναι η σωστή στροφή κλπ - ο,τι κάνει δηλαδή κάθε συντηρητικός οδηγός, που φυλάει τα ρούχα του για να έχει τα μισά (και τα κόκαλά του), ο Γιάννης κοίταζε απλά ποια διαδρομή είναι αυτή που θα τον πάει πιο γρήγορα μπροστά. Ολίγον έως πολύ δηλαδή, επιθετική οδήγηση. Μάιστα. Ντάξει το ακρίδι μου ακολουθούσε φιλότιμα την αρκούδα του. Και όπου ξεμακραίναμε πολύ, μας περίμενε.
Το θέμα είναι, τα μονοπάτια... Αρχικά, μπήκαμε σωστά από το λούκι πάνω από την Κατεχάκη.
Ανεβήκαμε την γαμωσταύρια ανηφόρα - όπου προσωπικά έδινα την μάχη να κρατηθώ έξω από το λούκι, η αρκούδα του Γιάννη νομίζω απλώς ξεμπάζωνε στο πέρασμά της και στρίψαμε δεξιά στον χωματόδρομο.
Ως γνωστόν - για όσους έχουν περιηγηθεί στα μέρη αυτά, κάποια στιγμή κάνουμε δεξιά, ανάμεσα στο άνοιγμα που κάνουν κάτι κυπαρίσσια. Μπαίνει στο άνοιγμα ο Γιάννης - τόσο σύντομα βρίσκουμε το άνοιγμα? αναρωτήθηκα πριν τον ακολουθήσω.
Από εκεί κι έπειτα, οι σκέψεις που εναλλάσσονταν στο μυαλό μου με τα επίπεδα αγωνίας να ανεβαίνουν βαθμιαία.
Το μονοπάτι όπως θυμόμουν, ήταν κατηφορικό. Από εκεί και πέρα, τίποτα σχεδόν δεν ήταν όπως το θυμόμουν. Ναι, ήταν και στενό. Ναι είχε και φυτευτές πέτρες και βράχια. Και τέλος οι ομοιότητες.
Ήταν τόσο πιο πυκνά φυτεμένο με κωλόβραχα, και με τόσες στροφές και σκαλιά που ειλικρινά, από ένα σημείο κι έπειτα, έπαψα να αναρωτιέμαι αν όντως έχω τόσο καιρό να μπω σε μονοπάτι που έχω σκουριάζει και αμπαλέψει οδηγικά και έχω ξεχάσει το μονοπάτι, και άρχισα να σκέφτομαι αν θα πάω σπίτι μου με όλα μου τα κόκαλα ΚΑΙ το μηχανάκι ακέραιο. Σοβαρά τώρα, το σκέφτηκα 1-2 φορές οτι ουφ-την-γλίτωσα.
Εδώ να κάνω μια παρένθεση και να πω πως απ'ένα σημείο κι έπειτα, εγκατέλειψα το φρένο μου και πήγαινα με όποια ροή έβγαζε το μηχανάκι μου αναπηδώντας στα βράχια. Δεν ήταν κι άσχημα. Κι επίσης, καθώς ήμουν όρθια, την ψιλοπάλευα στην ισορροπία.
Στο τέλος αυτού του τρομακτικού πράγματος, βρήκα τον Γιάννη κι έχασα τα χέρια μου.
"Εμμμμμμμμμμ... να πάμε μήπως για καφέ από χωματόδρομο?" είπα διστακτικά. Εντάξει, είχε πόσο καιρό να βγει, και θα τον καταλάβαινα αν ήθελε να συνεχίσουμε μονοπάτι.
"Ρε, έχασα το μονοπάτι και μπήκαμε σε άλλο, δεν είχα ξαναμπεί σ'αυτό, με κούρασε λίγο" μου απάντησε.
Χμ. Πρώτον ΓΙΙΙΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ, αυτό σήμαινε μάλλον χωματόδρομο προς Καλοπούλα. Δεύτερον - ΚΑΛΑ ΠΛΑΚΑ ΜΕ ΚΑΝΕΙΣ*, μπήκαμε στην κόλαση του βράχου κατά λάθος?
*επιρροές από τα βόρεια, τι να γίνει όταν συγκατοικείς τα παθαίνεις αυτά...
Βέβαια, συνειδητοποιώ οτι, α. ο Γιάννης παραμένει κουλ στο οτι κάναμε το κωλόπραγμα αντί του μονοπατιού, β. οτι τελικά θα πάμε από ίσιωμα από κει και πέρα, γ. οτι παρά την υστερία μου, το έβγαλα με μηδενικές απώλειες αυτό το πράγμα. Ψέμματα. Έχασα ένα πιαστράκι μπότας. Νταξ, ζούμε και άνευ αυτού...
Παίρνοντας άλλο ένα όχι σωστό μονοπάτι, έχουμε τις εξής δύο οψιόνζ. Ή περνάμε τα μηχανάκια αγκαλιά πάνω από μια μπαριέρα, ή πάμε λίγο από γύρο, και κατεβαίνουμε ένα ανάχωμα. Μαλακοδώς, η ιδέα για το ανάχωμα ήταν δική μου, αλλά την εκτέλεσε πρώτος και με περίσσια χάρη, ο Γιάννης. Εγώ, τα γνωστά. Είδα το ύψος, μ'έπιασε η κρίση μου, κατέβηκα την μισή πάνω στο μηχανάκι και την άλλη μισή από δίπλα.
Απόρησε ο άνθρωπος - καλά, τι σ'έπιασε εκεί?
Τι να εξηγώ τώρα...............
Με τα πολλά, φτάνουμε όντως στην Καλοπούλα, όπου ο καφές της Χριστίνας είχε αρχίσει να κρυώνει.
Τι καφές και τι σοκολάτα. Πήρα ένα ισοτονικό και ούτε κατάλαβα πότε το ήπια.
Στο τέλος της ημέρας, ένοιωθα σαν να με είχαν δείρει... Αλλά όσο το σκεφτόμουν - και κάτι μου λέει οτι και ο Γιάννης το ίδιο θα σκέφτηκε, καθώς και διάφοροι άλλοι της παρέας Υμητάνιακς, δεν ήταν και άσχημο μονοπάτι να το ξαναδοκιμάζαμε - απλώς αυτή τη φορά, γνωρίζοντας τι μας περιμένει.
Και επίσης, η κατηφόρα στο τέλος είναι φανταστικό σημείο για μένα, την κατηφοροφοβική, για εξάσκηση και καταπολέμηση του κολλήματός μου.
Άντε, άνοιξε πλέον και επίσημα η σαιζόν με μίνι νέα μονοπατάδα :)