Chris Birch

Riding motorbikes is supposed to be fun.
People start getting carried away with trying to find the right sponsors, trying to win, beat all of their mates and all of that.
You have to remember why you got into dirt bikes to begin with. It’s all about the joy of riding the bike and ripping around in the bush.

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

of all the crazy things i v ever asked for...(part 3)

Ήταν πλέον γεγονός. Ήμουν κάτοχος μηχανής! ΚΤΜ EXC-F 350cc! Ε ννννννννν-ναι... τελικά, ναι μεν ήταν 250 αρχικά, αλλά είχε υποστεί μια... αναβάθμιση από τον προκάτοχό της. Αλλά δεν με ένοιαζε. Εγώ την αγαπούσα όπως και αν ήταν !
Της είχα βρει και σπιτάκι να φιλοξενείται, στο γκαράζ ενός φίλου μου. Την καμάρωνε αυτός, την καμάρωνα και εγώ, την είχαμε ματιάξει να την λουκουμιάζουμε! Μόνο που εμμμμμμμ χμ...να... Δεν μπορούσα να την οδηγήσω!
Φοβόμουν! Στην σχολή οδήγησης, είχα μάθει να οδηγώ το αυτοματάκι... αλλά αυτό το τέρας, είχε συμπλέκτη, έκανε πολύ θόρυβο και σίγουρα ήταν πιο δυνατό από το αυτοματάκι της σχολής. Δύσκολα τα πράγματα για την γούνα μου...
Ώσπου πήραμε την απόφαση και δώσαμε το ραντεβού μας. 
25η Μαρτίου, μετά την παρέλαση, όπου ο φίλος μου ο Νικόλας ήταν στην σημαία, θα βρισκόμασταν σπίτι του και θα την πήγαινε αυτός στο πιστάκι του Παπάγου και από πίσω εγώ με το αυτοκίνητο, καθ'ότι κοτούλα και δεν ήθελα να κάτσω δικάβαλο!

Είχα αποφασίσει οτι το πιστάκι του Παπάγου ήταν το καλύτερο μέρος για μένα για να μάθω να οδηγώ. Τελικά, αφού  κατάφερε ο δόλιος ο Νικόλας να με πείσει πως απλά και μόνο με το να βάλω μια πρώτη και να αφήσω τον συμπλέκτη ΔΕΝ θα σηκωθεί σούζα, έκανα την πρώτη μου "βόλτα"!

Βόλτα... χεχχχ... Έβαλα μπροστά και πήγα ευθεία... ωραία ήταν! Σηκώθηκα και όρθια! Ακόμα καλύτερα! Έβαλα και δευτέρα! Γουάου!!! Και πήγαινα μπροστά... κάποια στιγμή όμως, αυτό το "μπροστά" άρχισε να έχει πέτρες. Και λίγο νεροφάγωμα. Και μετά πιό πολλές πέτρες. Και μετά αποφάσισα να σταματήσω...
Άλλο να το λες, άλλο να το κάνεις βεβαίως, γιατί κράτησα τον συμπλέκτη, πάτησα το κόκκινο κουμπάκι και... έπεσα στο πλάι. Δεν είχα βρει με ποιόν τρόπο να πατάω κάτω όταν καβάλαγα...

Ηθικόν φυσικά ακμαιότατον! Σήκωσα το κορμί μου, τις μελανιές μου και με τα χίλια ζόρια, το μηχανάκι ΜΟΥ!
Η πρώτη μου απόπειρα είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Μελανιές και χαμόγελο διαρκείας!


Τις επόμενες μέρες, και λόγω της συχνάτητας με την οποία έτρωγα τις τούμπες ανα σταμάτημα της μηχανής, επιβαλλόταν να πάρω τον υπόλοιπο εξοπλισμό για προστασία, ξεκινώντας από μπότες και συνεχίζοντας με τον θώρακα και τις επιγονατίδες.

Και φυσικά, είχα να κρύβω τις μελανιές από τους γονείς μου, μιας και ακόμα δεν τους είχα πει τίποτα...

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

of all the crazy things i v ever asked for...(part 2)

Ξεπερνώντας κάποια στιγμή την όλη στεναχώρια που μου δημιουργήθηκε εκείνο το καλοκαίρι, συνειδητοποίησα οτι είχα 2.000 ευρώ στο χέρι. Yeeeeeeeeah !!! Θα μπορούσα να αγοράσω πράγματα για την ιππασία! Καινούργιο κράνος, ίσως και κανένα ζευγάρι καλές μπότες και 1-2 παντελόνια... Έτσι όπως σκεφτόμουν τι να αγόραζα, σκέφτηκα... και δεν κοιτάς να πάρεις μηχανή?
Το θέμα της μεταπτυχιακής μου εργασίας ήταν η καταναλωτική συμπεριφορά του αγοραστή με case study KTM vs. BMW στην Ευρωπαϊκή αγορά. Για να πραγματοποιήσω αυτή την εργασία, έπρεπε να διαβάσω και να μάθω αρκετά πράγματα για αυτές τις εταιρείες και τις μηχανές, και ταυτόχρονα, να μιλήσω με πελάτες των εταιριών αυτών. Έτσι, είχα ήδη γραφτεί σε αρκετά φόρουμ σχετικά με μηχανές και είχα ήδη κάνει κάποιες συζητήσεις.
Είχα καταλήξει οτι θα μου ταίριαζε ένα 125 δίχρονο για το ντεμπούτο μου στο χώμα. Έτσι, άρχισα να ρωτάω και να ψάχνω.
Παράλληλα, φρόντισα να πάρω το μικρό δίπλωμα μηχανής, ώστε να έχω μια σχετική και θεωρητική γνώση του θέματος και επίσης, να έχω οδηγήσει λίγο πριν αγοράσω το όνειρο.

Μέχρι τον Δεκέμβριο, ο Δημήτρης, aka Doc, τον οποίο είχα βρει στο offroad team forum, μου είχε βρει μηχανάκι!
Δεν ήταν το 125 που ονειρευόμουν είναι η αλήθεια, ήταν 250, αλλά όπως μου είπε και ο ίδιος, αφού είναι τετράχρονο, δεν έχω να φοβάμαι τίποτα, μια χαρά θα τα πάω.
Και κανόνισε να πάμε να το δούμε!
Πήγαμε λοιπόν, το είδαμε... τι να λέω τώρα. Δεν είχα ιδέα τι έβλεπα. Δηλαδή, ήξερα πολύ καλά τι ήταν αυτό που έβλεπα και μου άρεσε ΠΟΛΥ αλλά δεν ήξερα τι να κοιτάξω από τα μηχανικά του. Εδώ φοβόμουν καλά καλά να το καβαλήσω. Το πήρε ο Doc, το έκανε 1-2 γύρους το τετράγωνο και μου δήλωσε πως είναι πολύ καλό. Δεν είχα κανέναν λόγο να αμφιβάλω. Σαν να λέμε "μου κάνει, θα το πάρω, τυλίχτε το"!
Τα επόμενα πολλά βράδια, τα πέρναγα κοιτώντας την αγγελία και τις φωτογραφίες της μηχανής ΜΟΥ πλέον, αφού πριν την πάρω, την πήρε ο Doc να μου την σετάρει λίγο.
Είχα δώσει τα χρήματα, είχα να δώσω ακόμα 900 και ήμουν πανευτυχής.

Είχα δική μου μια μηχανή!



ουφφφφφφ άντε πάλι τώρα να το πω στους γονείς μου...


of all the crazy things i v ever asked for...(part 1)

Από πιτσιρίκι, είχα την τάση να ζητάω διάφορα πράγματα από τους γονείς μου που τους έφερναν στην αμήχανη να θέση να μου επαναλαμβάνουν οτι "οχι, δεν γίνεται".
Αρχικά, θυμάμαι εμένα, 5 χρονών, να ζητάω από τον Αγιοβασίλι για δώρο ένα άσπρο άλογο. Φρίκαραν οι δικοί μου. Στο επιχείρημά τους οτι δεν έχουμε χώρο να το βάλουμε, τους απάντησα αμέσως οτι μπορούμε να το έχουμε στο μπαλκόνι. Δυστυχώς στο επόμενο επιχείρημα, οτι δηλαδή δεν χωράει από την καμινάδα το άλογο, δεν είχα να απαντήσω κάτι, και έτσι εκείνη την Πρωτοχρονιά, πήρα δώρο ένα άλογο της Barbie (ακόμα το έχω).
Πιό μετά, τους ζήτησα να αγοράσουμε το άλογο που ίππευα στην Σχολή, μιας και το πουλάγανε. Η απάντηση ήταν απλώς όχι, χωρίς επιχειρήματα αυτή την φορά.
Στα 15 μου, τους ανακοίνωσα πανευτυχής οτι θα μου άρεσε να μάθω να παίζω ντραμς. Ξέρετε τώρα οι περισσότεροι πώς χαίρονται οι γονείς όταν το βλαστάρι τους δηλώνει πως ενδιαφέρεται για την μουσική. Οι δικοί μου δεν χάρηκαν. Αγχώθηκαν ίσως, τώρα που ανακαλώ στην μνήμη τις εκφράσεις τους. Νταξει, δεν τους αδικώ, τώρα που το ξανασκέφτομαι. Αλλά ήταν άλλο ένα πράγμα που ζήτησα και πήρα την άρνηση στο χέρι.
Επίσης, επί 6 συναπτά έτη, κάθε Αύγουστο για την ακρίβεια, τους ζήταγα να με αλλάξουν σχολείο. Με έστελναν στις Ουρσουλίνες (χωρίς πλάκα) και δεν ήθελα με τίποτα. Ήθελα να πάω στο Δημόσιο του Παπάγου. Κάθε χρόνο λοιπόν, τον Αύγουστο, έπαιρνα και εκεί την αρνητική μου απάντηση. Τρίτη Λυκείου τελικά με άλλαξαν σχολείο, μάλλον επειδή είχα καταντήσει ένα καταθλιπτικό εφηβάκι που δεν μίλαγε με κανέναν στο σχολείο και παρακάλαγα να μην έχουμε διάλλειμα γιατί δεν ήξερα τι να κάνω στο διάστημα μεταξύ των μαθημάτων για να περάσει η ώρα, για να φύγω από εκεί.

Τελειώνοντας με τις σπουδές στην Λάρισα, ήρθε η ώρα και η στιγμή για το μεταπτυχιακό μου, το οποίο για να μην μακρυγορώ, αποφάσισα να το κάνω στο Δουβλίνο. Ευτυχία και χαρά, μάστερ στην χώρα των αλόγων και των εύθυμων τραγουδιών! Βρήκα και μια δουλειά παρτ-τάιμ σε ένα καφέ και μάζευα λεφτάκια...
Κάποια στιγμή, συμφώνησα με έναν γνωστό μου να πάρουμε άλογο μαζί, μισό μισό! Και αφού το συμφωνήσαμε, αποφάσισα να τους το πω. Λεφτά άλλωστε, νόμιζα πως είχα αφού τα λεφτά από εκείνη την δουλειά ήταν αρκετά καλά...

Σε ένα από αυτά τα Κυριακάτικα δείπνα λοιπόν, που είναι όλη η οικογένεια μαζί, προσπάθησα να τους το φέρω σιγά σιγά....
-Ξέρετε, θέλω να σας πω κάτι...
/ο πατέρας μου εκεί, άρχισε να χασκογελάει και να λέει ναι ναι, ξέρουμε...
συγχίστηκα λίγο, από πού και ως πού ξέρει? πώς ξέρει? τι ξέρει? αλλά είπα να συγκρατηθώ, να το φέρω σιγά σιγά όπως το είχα προβάρει στο μυαλό μου...
-Ξέρω πως δεν θα σας αρέσει και πολύ αυτό που θα πω, αλλά πρέπει να το μάθετε
-Ναι ναι ξέρω ξέρω, κάνει ο πατέρας μου γελώντας.  (μα τι διάολο? ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΞΕΡΕΙ?)
-Ξέρει? ρώτησα την μητέρα μου, που της το είχα πει πριν 2 βδομάδες.
-Εεεεεεεεεεεεε ννννν-ναι... μου απάντησε...
-Ξέρεις οτι έχω πάρει άλογο? ρώτησα...
-.......................................................... ο_Ο
"ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ?"
-E τι ήταν αυτό που ήξερες δηλαδή?

Εν τέλη, απεδείχθει πως είχε γίνει παρανόηση και ο πατέρας μου άλλο νόμιζε οτι θα έλεγα, η μάνα μου το ίδιο και το εγκεφαλικό πέρασε και ευτυχώς δεν ακούμπησε τον πατερούλη μου. Εφτά ποτήρια ουίσκυ κατέβασε εκείνο το βράδυ μέχρι να συνέλθει...

Στο μέλλον δυστυχώς, το ροζ συννεφάκι με το όνειρο να αγοράσω δικό μου άλογο καταστράφηκε ολοσχερώς, εξ αιτίας διαφόρων ηλιθίων, και έτσι ξέμεινα τον Αύγουστο του 2009 με 2.000 ευρώ, δύσπνοια από την στενοχώρια και μια βαθειά αντιπάθεια στους άντρες, παντώς ηλικίας και φυλής και ιδιαίτερα, αυτούς που ασχολούνται με την ιππασία.

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Enduro ή ΜΧ ?

Εκείνη την χρονιά (2006) δούλευα στον ιππικό όμιλο της Σταμάτας (ΑΙΟΒΑ) και τα πρωινά μου τις Κυριακές ήταν κάπως έτσι. Έγερση στις 07.00, ντύσιμο όσο πιο γρήγορα γίνεται, τάισμα στη γάτα και έφυγα! Γρήγορη στάση στον Βενέτη του Ψυχικού για καφέ, άααααντε και κανα κρουασάν αν πείναγα πολύ... Ο Βενέτης ήταν σημείο συνάντησης για εντουράδες αρκετές φορές, οπότε οδηγούσα προς τον όμιλο με την χαρά οτι είδα λίγο από το όνειρο και οτι χάζεψα λίγο τις μηχανές.

Τα πρώτα μου μαθήματα ξεκινούσαν στις 10.00, αν είχα χρόνο έβγαζα κάποιο άλογο για βόλτα στο βουνό πιο πριν, μιας και ο όμιλος βρίσκεται στην Σταμάτα και μπορούσαμε να φτάσουμε μέχρι την λίμνη του Μαραθώνα χωρίς να πλησιάσουμε πολιτισμό και άσφαλτο. Κατά τις 12.00 συνήθως, έτσι όπως έλεγα στα παιδιά πώς κάνουμε τροτάκι, πώς κάνουμε καλπασμό κλπ κλπ, άκουγα μηχανές να σκαρφαλώνουν την ανηφόρα πίσω από τους σταύλους μας και 13.00 με 15.00 κάναμε διάλλειμα.
Αν είσαι εντουράς και έχεις βρεθεί από εκεί που κάνεις εντούρο στην Σταμάτα να είσαι μύτη με μύτη με ένα φρικαρισμένο άλογο, τότε κατα πάσα πιθανότητα είσαι ένας από όλους αυτούς που μπερδεύονταν και αντί για την κορυφή της ανηφόρας, έμπαιναν στους σταύλους μας.
Έσταζε το μάτι μου ζήλεια... έλεγα, ρε γαμώτο, μια μέρα θα καβαλήσω και εγώ μηχανή και θα την ανέβω και εγώ αυτή την ανηφόρα! Απωθημένο λέμε!

Κάποιο Σάββατο, νομίζω Δεκέμβρης ήταν, πηγαίνοντας στον όμιλο, είδα αφίσες που έγραφαν για έναν αγώνα εντούρο που θα γινόταν στην περιοχή, και με εκκίνηση κάπου κοντά στα Goodys στον Άγιο Στέφανο. Ζύγισα λίγο τις ώρες με τα μαθήματα που είχα, αλλά προς μεγάλη μου απογοήτευση, δεν θα προλάβαινα ούτε καν να βρω το σημείο εκκίνησης για να χαζέψω λίγο.
Παρ’όλα αυτά όμως, και ενώ μόλις είχε πάει 10.00, άκουσα μια απίστευτη φασαρία να πλησιάζει! Σε λίγη ώρα, ήταν απολύτως σαφές οτι μέρος της διαδρομής του αγώνα πέρναγε δίπλα από τον όμιλο. Στο διάλλειμα λοιπόν των μαθημάτων (πρέπει να τρώνε και τα άλογα για μεσημέρι), πήρα την κούπα με τον καφέ μου, έπιασα θέση σε μια μάντρα, και περίμενα... περίμενα... περίμενα... και δικαιώθηκα. Άρχισαν να περνάνε οι αγωνιζόμενοι από μπροστά μου και μπορούσα έτσι και εγώ να δω από κοντά ένα κομμάτι από αγώνα εντούρο! Τι να λέμε τώρα, ήμουν πανευτυχής!

Την επόμενη μέρα, ξύπνησα νωρίς νωρίς και πήγα στους σταύλους πριν τις 09.00, σέλωσα στα γρήγορα ένα άλογο και ξεκίνησα, αποφασισμένη να κάνω με άλογο μέρος της διαδρομής του αγώνα. Να δω λίγο, πού πηγαίναν όλοι αυτοί... Έχοντας φτάσει σε μια κατηφόρα, ακολουθώντας σηματάκια σε δέντρα και βράχους, άκουσα πάλι ήχο από μηχανές. Α λέω μέσα μου, η Κυριακάτικη βόλτα των εντουράδων... Αμ δε. 
Ο αγώνας φαίνεται ήταν διήμερος και εγώ ήμουν πάνω στο μονοπάτι τους, μέσα στην διαδρομή τους. Τον πρώτο αγωνιζόμενο μόνο που δεν τον πήρα αγκαλιά. Φρέναρε ο άνθρωπος όσο μπορούσε, μου φώναξε οτι «εονταικεάοι» μέσα από το κράνος τους και έφυγε. Έμεινα να απορώ, τι ήταν αυτό που μου είπε, και να προσπαθώ να ηρεμίσω το άλογο. Σε λίγα λεπτά, η μετάφραση προέκυψε από μόνη της. «Έρχονται και άλλοι» μου είχε φωνάξει, και το διαπίστωσα όταν, έχοντας κάνει μεταβολή, κάλπαζα το ανηφοράκι και με προσπερνούσαν αγωνιζόμενοι. Εγκεφαλικό το άλογο, είχε αφρίσει από τον φόβο του. Εγώ πάλι, να είμαι να σκάσω. Να τους έχω δίπλα μου και μπροστά μου και να μην μπορώ να ακολουθήσω...

Με τα αυτιά κατεβασμένα, γύρισα στους σταύλους για τα μαθήματα... με μισή καρδιά ήμουν. Το μεσημέρι, πήρα πάλι τον καφέ μου (αυτό ήταν το μεσημεριανό μου) και πήγα σχεδόν παραπονεμένα και έπιασα θέση στην μάντρα μου. Για άλλη μία φορά, θα ήμουν θεατής. Απολύτως αμέτοχη.
Αυτή την φορά όμως, ένας αγωνιζόμενος σταμάτησε – μάλλον θα του φάνηκε τραγικά αστείο το μίζερο ύφος μου, και με ρώτησε χαμογελαστά, τι κάνω πάνω σ’αυτή τη μάντρα στη μέση του πουθενά. Τι να πω...
«Σας χαζεύω...» είπα. Γέλασε, είπε κάτι σαν «θα ξαναπεράσω» και έφυγε. Δυστυχώς, έπρεπε να φύγω και εγώ για τα επόμενα μαθήματα και έτσι ο διάλογος έληξε εκεί. Τον πέτυχα όμως άλλη μία φορά, στον τελευταίο του γύρω και τον τράβηξα ένα μικρό βιντεάκι, έτσι για την ανάμνηση ενός ανθρώπου που χωρίς να έχω δει την φάτσα του και χωρίς να ξέρω το όνομά του, μου έφτιαξε την διάθεση και την μέρα. Και ίσως την μετέπειτα απόφαση και στροφή μου προς το εντούρο.
ΚΤΜ 125 2Τ με νούμερο 118 και άσπρο κράνος. Αργότερα έμαθα οτι λεγόταν Θανάσης Σταματιάλης ο αγωνιζόμενος και οτι είχε πάει αρκετά καλά.



Μέχρι εκείνο το σαββατοκύριακο, δεν είχα ξεκαθαρίσει μέσα μου τι ήθελα να κάνω. Να καβαλήσω μηχανή σε χώμα, ναι. Εντούρο όμως ή ΜΧ? Το μόνο που ήξερα, ήταν πως στο ΜΧ κάνεις άλματα σε πίστα, ενώ με το εντούρο, κάνεις διαδρομές στα δάση. Μετά όμως από όλη αυτή την λαχτάρα, να μπορέσω να ακολουθήσω τους εντουράδες στο μονοπάτι τους, σε μια διαδρομή που δεν ήξερα και που μέχρι να τους πετύχω απλώς ακολουθούσα τα ταμπελάκια (να’ναι καλά οι πρόσκοποι) και η αβεβαιότητα για το τι έδαφος θα έπρεπε να περάσω (ανηφόρα? Κατηφόρα? Βράχο?) κατάλαβα πως ήθελα να κάνω εντούρο. Όσο τουλάχιστον αντιλαμβανόμουν την έννοια του εντούρο τότε...

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Από το Δημοτικό ως την αποφοίτηση - στα γρήγορα...

Όταν ήμουν μικρή, ο ήχος από τα δίχρονα που λύσσαγαν κάθε απόγευμα στο βουνό, μου έσπαγε τα νεύρα! Ήταν οι ώρες που ήθελα να είμαι έξω στο βουνό και να παίζω με τους φίλους μου, να κάνω ποδήλατο ή να κυνηγάω τον Τζακ, τον σκύλο της πολυκατοικίας, και παρά το τι ήθελα, έπρεπε να διαβάσω τα μαθήματα του Δημοτικού. Και είχα αυτόν τον ήχο να με τρελαίνει, να μην μπορώ να διαβάσω τίποτα, ούτε να γράψω. Απλά αναρωτιόμουν, τι μπορεί να είναι αυτό που κάνει τόση φασαρία?
Μια μέρα, η απορία λύθηκε. Βγαίνοντας με τα όσα μπορεί να πάει ένα μικρό πράσινο ποδήλατο με βοηθητικές ρόδες και καλαθάκι, από ένα μονοπατάκι, έπεσα πάνω σε ένα τεράστιο θορυβώδες πράγμα, με δύο ρόδες και κάτι σαν ρομπότ επάνω, που επίσης πήγαινε με τα όσα μπορούσε να πάει.
Η δική του αντίδραση, ήταν η αναμενόμενη, απλώς έκανε λίγο πλάι. Η δική μου πάλι, εντελώς δραματική. Έπεσα κάτω, γρατζούνισα γόνατα, έπαθα σοκ με την φασαρία που άκουγα και με τον εξωγήινο που ανήσυχα, πέταξε την μηχανή κάτω, έβγαλε το κράνος και με ρώταγε αν χτύπησα και αν είμαι καλά. Μόλις είδα οτι ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ εκεί μέσα, ένοιωσα πολύ καλά, ευχαριστώ. Μέχρι και που σταμάτησα να κλαίω. Ωστέ ΑΥΤΟ ήταν που άκουγα τα απογεύματα... Ο καλός άνθρωπος, αφού είδε οτι δεν είχα πάθει τίποτα και πήγε η καρδιά του στην θέση της, με σήκωσε, μου σήκωσε και το ποδηλατάκι, μου έκανε πατ-πατ το κεφάλι, μου είπε να προσέχω (?!), καβάλησε και έφυγε.
Πλέον τα απογεύματα, είχα άλλη δικαιολογία για να μην διαβάζω. Ήξερα πιά τι προκαλούσε αυτό τον θόρυβο, και ήμουν σίγουρη οτι κάθε φορά, όλο αυτόν τον θόρυβο τον έκανε ο δικός μου καλός κύριος που συνάντησα στο βουνό.

Μεγαλώνοντας, η ιππασία και τα άλογα άρχισαν να γίνονται βασικό κομμάτι της ζωής μου και μονοπωλούσαν τον ενδιαφέρον μου. Αν προσθέσει κανείς και στην εξίσωση τους πρώτους μεγάλους έρωτες, καθώς και το μανίκι οτι πήγαινα σ’ένα σχολείο που καθόλου δεν μου άρεσε και ξόδευα τα απογεύματά μου είτε διαβάζοντας, είτε μιζεριάζοντας με την ζωή μου, θα έχει μια συνηθισμένη εικόνα εφηβικής ρουτίνας.
Πέντε μέρες την εβδομάδα σχολείο. Τα απογεύματα Αγγλικά, Γαλλικά και κανα ιδιαίτερο. Σάββατο πρωί χορό, Σάββατο μεσημέρι Προσκόπους, Σάββατο απόγευμα διάβασμα. Κυριακή πρωί ιππασία, Κυριακή απόγευμα διάβασμα. Καταλάβατε. Φανταστικά πράγματα...
Όντας επίσης για πολλά συναπτά έτη, αν όχι μπάζο, τότε σίγουρα ασουλούπωτο πλάσμα, θα αντιληθφείτε εύκολα οτι δεν είχα και ιδιαίτερα κοινωνική ζωή. Οχι οτι με ένοιαζε κιόλας, αλλά λέμε.
ΜΕΧΡΙ που ένα Σάββατο, τελειώνοντας από τους Προσκόπους, είδα τον Γιάννη, ένα από τα παιδιά εκεί, να έρχεται καβάλα σε μια πράσινη μηχανή. Ιδέα δεν είχα από μάρκες. Ιδέα δεν είχα από είδη μηχανών. Απλώς ο ήχος και το σουλούπι της, μου θύμισαν τον καλό κύριο στο βουνό, 6-7 χρόνια πριν. Αυτό ήταν. Μέχρι να την σβήσει και να ξεκαβαλήσει, είχε κολλήσει το μυαλό μου. Ήθελα και εγώ. Όχι αυτή την μηχανή, αλλά ήθελα μια μηχανή που να πατάει χώμα. Όπως και δήποτε!
Τα Σαββατοκύριακα, άρχισα πάλι να αντιλαμβάνομαι τον ήχο από τις μηχανές στο βουνό, μόνο που δεν ήξερα πού ακριβώς ήταν αυτή η πίστα που άκουγα συνέχεια. Δεν είχα και ποιόν να ρωτήσω... το άφησα έτσι. Απλώς κοίταγα και μάθαινα, ο,τι μπορούσα και όπως μπορούσα, για τις μηχανές. Τι σκατά σημαίνει «δίχρονη» ? Ο_ο και γιατί δεν υπάρχει τρίχρονη πριν την τετράχρονη? Κάτσε λύσε τέτοιες απορίες μόνος σου όταν είσαι κοριτσάκι στην εφηβεία χωρίς να μπορείς να ρωτήσεις κάποιον, και οι πρώτες σκέψεις/λύσεις είναι πολύ αστείες... 
Μέσα σε 2 χρόνια περίπου, η μηχανή του Γιάννη μου είχε γίνει εμμονή. Δεν ήθελα να με πηγαίνουν βόλτα, ήθελα να οδηγώ εγώ τέτοια μηχανή! Για αρχή βέβαια, και μόνο οτι κάποιες φορές καθόμου δικάβαλο, με έβαζε σε πολλές σκέψεις, καθ'ότι κοτ κοτ κοτ όταν δεν ελέγχω εγώ το πώς κινούμαι.
Τελειώνοντας με αυτή την ευτυχία που λέγεται σχολείο, πέρασα στα ΤΕΙ της Λάρισας. Εκεί πραγματικά ήταν ευτυχισμένα χρόνια!Το πρώτο πράγμα που έμαθα, το πρώτο εξάμηνο, ήταν οτι η αδελφή του Γιάννη, που είχε περάσει σε μια Σχολή κάπου προς Κομοτινή, ασχολούνταν με το μότοκρος. Ω ναι, αυτή η οικογένεια ήταν έμπνευση τελικώς... Εκεί που ζήλευα τον αδελφό για την μηχανή του, θαύμαζα την μικρή του αδελφή για το οτι κατάφερε να κάνει αυτό που εγώ ακόμα προσπαθούσα να περιγράψω σε μένα! 
Η καθημερινότητά μου πάντως, είχε επιτέλους φτιάξει, όλα σχεδόν όσα ήθελα, γίνονταν πραγματικότητα! Ιππασία σχεδόν κάθε μέρα! Βρήκα φίλες με κοινά ενδιαφέροντα και επιτέλους, βρήκα φίλη με αντίστοιχο πάθος για τα άλογα ΚΑΙ τις μηχανές! Η γλυκιά μου η Μάγδα :)
Επι μονίμου βάσεως, καβάλα σε ένα runner οργώναμε την Λάρισα και τα γύρω χωριά, με ζέστη, κρύο, βροχή και χιόνι. Καγκουρογκόμενες που λένε? Ε, το αυτό! Καθόμασταν και βαριόμασταν και δεν είχαμε να κάνουμε τίποτα? Τσουπ, βολτούλα! Πάντα ξεκράνωτες, γιατί η Μάγδα δεν ήθελε να χαλάσει το μαλλί και εγώ γιατί δεν είχα κράνος, καταλήγαμε να γυρνάμε σπίτι νωρίς νωρίς το πρωί – κατά τις 3. Ή να ξεκινάμε για βόλτα κατα τις 3. Ο,τι μας καθόταν. Χαζεύαμε και τις άλλες μηχανές. Λουκούμιαζε η Μάγδα στρητ και γυμνά, χάζευα εγώ αν και όταν βλέπαμε χωμάτινες. Σε μια από αυτές τις βόλτες συναντήσαμε και ένα καημένο Kawasaki με αυτοκόλλητα που έγραφαν “Ninga”. Το πιάσαμε όλοι, έτσι? Νίνγκα, όχι Νίντζα. Κάτσε καλά, είμαι νίνγκα! Ακόμα γελάμε...
Όλα τα ωραία όμως τελειώνουν κάποτε και έτσι και του λόγου μου, πήρα το πτυχίο μου και γύρισα στην Αθήνα το 2006.
Έχοντας συνηθίσει 5 χρόνια ελευθερίας, παρταλιασμού, ασυδοσιών και μοτοβολτών, η επιστροφή στο πατρικό σπίτι, όπου – κυρίως λόγω του χαρακτήρα μου, δεν πήγαινα τόσο κόντρα όσο χρειάζεται για να υπερασπιστεί κανείς την ανεξαρτησία του, με έκανε να ασφυκτιώ. Ιππασία έκανα, ωραία, ναι. Αλλά με τις μηχανές?
Δούλευα τότε σε έναν ιππικό όμιλο, στην Σταμάτα. Εγώ έκανα μαθήματα στην Σχολή ιππασίας, και η κοπέλα που κάναμε παρέα, η Σαμάνθα, δούλευε το μπαρ του ομίλου. Η Σαμάνθα λοιπόν, είχε ένα σκούτερ... Μια μέρα κατάφερα και την έπεισα και μου έδειξε πώς δουλεύει. Αφού έκανα 2-3 γύρους μέσα στον όμιλο, το πήρα για την πρώτη μου βόλτα έξω! Αν νομίζετε οτι πήγα το σκούτερ στον δρόμο, κάνετε λάθος! Βγήκα από την πύλη και πήγα κατευθείαν στο βουνό! Πρώτον, είχε λάσπη. Δεύτερον, ευτυχώς δεν έπεσα. Τρίτον, όταν κατάφερα να το σταματήσω ΚΑΙ να το γυρίσω, επέστρεψα πανευτυχής στους σταύλους. Εντάξει, είχα βεβαιωθεί. ΕΠΡΕΠΕ να βρω τρόπο να καβαλήσω μια χωμάτινη μηχανή...