Εκείνη την χρονιά (2006) δούλευα στον ιππικό όμιλο της Σταμάτας (ΑΙΟΒΑ) και τα πρωινά μου τις Κυριακές ήταν κάπως έτσι. Έγερση στις 07.00, ντύσιμο όσο πιο γρήγορα γίνεται, τάισμα στη γάτα και έφυγα! Γρήγορη στάση στον Βενέτη του Ψυχικού για καφέ, άααααντε και κανα κρουασάν αν πείναγα πολύ... Ο Βενέτης ήταν σημείο συνάντησης για εντουράδες αρκετές φορές, οπότε οδηγούσα προς τον όμιλο με την χαρά οτι είδα λίγο από το όνειρο και οτι χάζεψα λίγο τις μηχανές.
Τα πρώτα μου μαθήματα ξεκινούσαν στις 10.00, αν είχα χρόνο έβγαζα κάποιο άλογο για βόλτα στο βουνό πιο πριν, μιας και ο όμιλος βρίσκεται στην Σταμάτα και μπορούσαμε να φτάσουμε μέχρι την λίμνη του Μαραθώνα χωρίς να πλησιάσουμε πολιτισμό και άσφαλτο. Κατά τις 12.00 συνήθως, έτσι όπως έλεγα στα παιδιά πώς κάνουμε τροτάκι, πώς κάνουμε καλπασμό κλπ κλπ, άκουγα μηχανές να σκαρφαλώνουν την ανηφόρα πίσω από τους σταύλους μας και 13.00 με 15.00 κάναμε διάλλειμα.
Αν είσαι εντουράς και έχεις βρεθεί από εκεί που κάνεις εντούρο στην Σταμάτα να είσαι μύτη με μύτη με ένα φρικαρισμένο άλογο, τότε κατα πάσα πιθανότητα είσαι ένας από όλους αυτούς που μπερδεύονταν και αντί για την κορυφή της ανηφόρας, έμπαιναν στους σταύλους μας.
Έσταζε το μάτι μου ζήλεια... έλεγα, ρε γαμώτο, μια μέρα θα καβαλήσω και εγώ μηχανή και θα την ανέβω και εγώ αυτή την ανηφόρα! Απωθημένο λέμε!
Κάποιο Σάββατο, νομίζω Δεκέμβρης ήταν, πηγαίνοντας στον όμιλο, είδα αφίσες που έγραφαν για έναν αγώνα εντούρο που θα γινόταν στην περιοχή, και με εκκίνηση κάπου κοντά στα Goody’s στον Άγιο Στέφανο. Ζύγισα λίγο τις ώρες με τα μαθήματα που είχα, αλλά προς μεγάλη μου απογοήτευση, δεν θα προλάβαινα ούτε καν να βρω το σημείο εκκίνησης για να χαζέψω λίγο.
Παρ’όλα αυτά όμως, και ενώ μόλις είχε πάει 10.00, άκουσα μια απίστευτη φασαρία να πλησιάζει! Σε λίγη ώρα, ήταν απολύτως σαφές οτι μέρος της διαδρομής του αγώνα πέρναγε δίπλα από τον όμιλο. Στο διάλλειμα λοιπόν των μαθημάτων (πρέπει να τρώνε και τα άλογα για μεσημέρι), πήρα την κούπα με τον καφέ μου, έπιασα θέση σε μια μάντρα, και περίμενα... περίμενα... περίμενα... και δικαιώθηκα. Άρχισαν να περνάνε οι αγωνιζόμενοι από μπροστά μου και μπορούσα έτσι και εγώ να δω από κοντά ένα κομμάτι από αγώνα εντούρο! Τι να λέμε τώρα, ήμουν πανευτυχής!
Την επόμενη μέρα, ξύπνησα νωρίς νωρίς και πήγα στους σταύλους πριν τις 09.00, σέλωσα στα γρήγορα ένα άλογο και ξεκίνησα, αποφασισμένη να κάνω με άλογο μέρος της διαδρομής του αγώνα. Να δω λίγο, πού πηγαίναν όλοι αυτοί... Έχοντας φτάσει σε μια κατηφόρα, ακολουθώντας σηματάκια σε δέντρα και βράχους, άκουσα πάλι ήχο από μηχανές. Α λέω μέσα μου, η Κυριακάτικη βόλτα των εντουράδων... Αμ δε.
Ο αγώνας φαίνεται ήταν διήμερος και εγώ ήμουν πάνω στο μονοπάτι τους, μέσα στην διαδρομή τους. Τον πρώτο αγωνιζόμενο μόνο που δεν τον πήρα αγκαλιά. Φρέναρε ο άνθρωπος όσο μπορούσε, μου φώναξε οτι «εονταικεάοι» μέσα από το κράνος τους και έφυγε. Έμεινα να απορώ, τι ήταν αυτό που μου είπε, και να προσπαθώ να ηρεμίσω το άλογο. Σε λίγα λεπτά, η μετάφραση προέκυψε από μόνη της. «Έρχονται και άλλοι» μου είχε φωνάξει, και το διαπίστωσα όταν, έχοντας κάνει μεταβολή, κάλπαζα το ανηφοράκι και με προσπερνούσαν αγωνιζόμενοι. Εγκεφαλικό το άλογο, είχε αφρίσει από τον φόβο του. Εγώ πάλι, να είμαι να σκάσω. Να τους έχω δίπλα μου και μπροστά μου και να μην μπορώ να ακολουθήσω...
Με τα αυτιά κατεβασμένα, γύρισα στους σταύλους για τα μαθήματα... με μισή καρδιά ήμουν. Το μεσημέρι, πήρα πάλι τον καφέ μου (αυτό ήταν το μεσημεριανό μου) και πήγα σχεδόν παραπονεμένα και έπιασα θέση στην μάντρα μου. Για άλλη μία φορά, θα ήμουν θεατής. Απολύτως αμέτοχη.
Αυτή την φορά όμως, ένας αγωνιζόμενος σταμάτησε – μάλλον θα του φάνηκε τραγικά αστείο το μίζερο ύφος μου, και με ρώτησε χαμογελαστά, τι κάνω πάνω σ’αυτή τη μάντρα στη μέση του πουθενά. Τι να πω...
«Σας χαζεύω...» είπα. Γέλασε, είπε κάτι σαν «θα ξαναπεράσω» και έφυγε. Δυστυχώς, έπρεπε να φύγω και εγώ για τα επόμενα μαθήματα και έτσι ο διάλογος έληξε εκεί. Τον πέτυχα όμως άλλη μία φορά, στον τελευταίο του γύρω και τον τράβηξα ένα μικρό βιντεάκι, έτσι για την ανάμνηση ενός ανθρώπου που χωρίς να έχω δει την φάτσα του και χωρίς να ξέρω το όνομά του, μου έφτιαξε την διάθεση και την μέρα. Και ίσως την μετέπειτα απόφαση και στροφή μου προς το εντούρο.
ΚΤΜ 125 2Τ με νούμερο 118 και άσπρο κράνος. Αργότερα έμαθα οτι λεγόταν Θανάσης Σταματιάλης ο αγωνιζόμενος και οτι είχε πάει αρκετά καλά.
Μέχρι εκείνο το σαββατοκύριακο, δεν είχα ξεκαθαρίσει μέσα μου τι ήθελα να κάνω. Να καβαλήσω μηχανή σε χώμα, ναι. Εντούρο όμως ή ΜΧ? Το μόνο που ήξερα, ήταν πως στο ΜΧ κάνεις άλματα σε πίστα, ενώ με το εντούρο, κάνεις διαδρομές στα δάση. Μετά όμως από όλη αυτή την λαχτάρα, να μπορέσω να ακολουθήσω τους εντουράδες στο μονοπάτι τους, σε μια διαδρομή που δεν ήξερα και που μέχρι να τους πετύχω απλώς ακολουθούσα τα ταμπελάκια (να’ναι καλά οι πρόσκοποι) και η αβεβαιότητα για το τι έδαφος θα έπρεπε να περάσω (ανηφόρα? Κατηφόρα? Βράχο?) κατάλαβα πως ήθελα να κάνω εντούρο. Όσο τουλάχιστον αντιλαμβανόμουν την έννοια του εντούρο τότε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου