...ή αλλιώς, πώς φαίνεται οτι ο Άγιος Εντούριος δεν με ήθελε σήμερα...
Μάλλον οι περισσότεροι (δεν θα πω "όλοι") έχετε περάσει αυτή την φάση της σαπίλας. Της φάσης που "θέλω να βγω βουνό με το μηχανάκι αλλά..." και μετά το "αλλά" συμπληρώνει ο καθένας οτι τον βολεύει και μπορεί να χρησιμοποιήσει για δικαιολογία.
"αλλά κάνει πολύ ζέστη"
"αλλά βρέχει/ έβρεχε/ θα βρέξει"
"αλλά δεν βρίσκω παρέα"
"αλλά έχει περάσει η ώρα"
κλπ...
οτιδήποτε κοινώς, εκτός από το "αλλά βαριέμαι και δεν θέλω να το παραδεχτώ στον εαυτό μου".
Ε, έτσι είμαι και εγώ απ'όταν γύρισα από τις διακοπές. Τελευταία φορά που καβάλησα το pumpkin μου ήταν τον Ιούνιο, και μέχρι τώρα, η μόνη επαφή που είχαμε, ήταν όταν το έπλυνα.
Σήμερα όμως, το πήρα απόφαση. Έκανε ζέστη, ναι. Δεν είχα παρέα, ναι. Δεν είχα και πολύ όρεξη, νννννναι. Αλλά ήθελα να το καβαλήσω.
Ξεκινάω λοιπόν το απόγευμα, να ντύνομαι. Έχασα πολύ ώρα να ψάχνω τα πράγματά μου, μιας και είχε περάσει ο άσπρος σίφουνας "μητέρα" και τα είχε τακτοποιήσει κατα πώς πίστευε πως ήταν καλύτερα. Και αφού βρήκα τον εξοπλισμό μου και τον φόρεσα, άντε να τραβήξω το τζιπ, για να ξεκλειδώσω το ΚΤΜ. Έλα μου όμως που είχα τα ΛΑΘΟΣ κλειδιά μαζί.
Και καθώς έμπαινα στο ασανσέρ για να πάω σπίτι να πάρω τα σωστά κλειδιά, η φοβερή θεία Βούλα με την γιαγιά μου, βγήκαν από το σπίτι τους και μπλόκαραν το ασανσέρ. Και έμεινα μεταξύ 2 ορόφων, φουλ ντυμένη με εντουράδικα, να προσπαθώ να φωνάξω στην θεία, την μπακαλοτεχνική ξεμπλοκαρίσματος. Και να μην με ακούει. Και να κάνει και ζέστη. Και τέλος πάντων, κάποια στιγμή κατάλαβε τι της έλεγα, βγάλαμε άκρη, με ξεμπλόκαρε, πήρα τα κλειδιά, ξεκλείδωσα το ΚΤΜ, το έβγαλα από τον κήπο, το καβάλησα και του τράβηξα την 1η μανιβελιά.
Κυρίες και κύριοι, καλωσήρθατε στο 2ο μέρος της παράστασης. Δεν έπαιρνε μπρος με τίποτα. Κλώτσαγα, και ξανακλώτσαγα και πάλι και τίποτα... Στο τέλος, και αφού είχα γκανιάσει, το πήγα μέχρι μια κατηφόρα και δοκίμασα να το ξεκινήσω τσουλώντας.
Μπαααααααααα... τίποτα.
"Ρε βλάκα, συγκεντρώσου. Κάτι κάνεις λάθος, κάτι έχεις ξεχάσει πάλι, σκέψου λίγο" έλεγα από μέσα μου, καθώς για ΆΛΛΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ μανιβέλιαζα και καντήλιαζα. Εν τέλη, το θυμήθηκα. Άνοιξα το τσοκ.
Μετά από 4 μανιβελιές, ήμουν καθ'οδόν για το πιστάκι του Παπάγου.
Όταν έφτασα, και αφού είχα καθυστερήσει τις άπειρες ώρες, είχε αρχίσει να βραδιάζει. Ευτυχώς είχε κόσμο στο ΜΧ κομμάτι, αλλά καθώς πήγα να προσπεράσω, συνειδητοποίησα οτι το Suzuki με τον αριθμό 40 ήταν ενός φίλου μου, και έτσι έκατσα για λίγη κουβεντούλα.
Τι να λέμε τώρα... και που ΚΑΤΑΦΕΡΑ ΝΑ ΠΑΤΗΣΕΙ Η ΡΟΔΑ ΜΟΥ ΧΩΜΑ ήταν θαύμα για σήμερα. Τελικά μπήκα στο εντουράδικο μικρό μονοπατάκι και έκανα μερικούς γύρους, έτσι για το γαμώτο του θέματος, αλλά δεν είχε φως για κάτι παραπάνω.
Και έτσι, γύρισα πίσω στο ΜΧ κομμάτι, τα είπαμε λίγο ακόμα και επιστροφή στο σπίτι.
Τα της ημέρας είναι τα εξής:
1. Καραγούσταρα που το καβάλησα. Δεν κρατιέμαι να το ξαναβγάλω !
2. Έχω άθλια φυσική κατάσταση. Σπρώξιμο και μανιβέλα σχεδόν με έβγαλαν οφφ. Χρειάζομαι δουλειά!
3. Δεν θυμάμαι, το ξανάπα? Θέλω να το ξαναβγάλω! ΣΥΝΤΟΜΑ !!!
Το κρανάκι μου, το Τ40 σουτζούκι και το ηλιοβασίλεμα της πρώτης μου φθινοπωρινής κατεμοχωματόβολτας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου