Η ιστορία αυτού του αγώνα ξεκινάει με την παραδοχή, οτι δεν θα έπρεπε να τρέξω, για πολλούς λόγους.
Δεν ήμουν έτοιμη, δεν ήμουν προπονημένη, δεν ήμουν καν Ελλάδα μέχρι και το Σάββατο το μεσημέρι. Επιπλέον, ήμουν χτυπημένη, ολίγον άρρωστη, και μέχρι τελευταία στιγμή έτρεχα είτε από ίντερνετ όσο έλειπα, είτε με βοήθεια φίλων, όταν γύρισα, να ετοιμάσω το μηχανάκι. Και εαυτόν. Τύπου "ρε μαμάαααααα, πού είναι οι επιγονατ...άστο, πού είναι αυτά τα ασπρόμαυρα που είχα κάτω από την καρέκλα?"...
Πηγαίνοντας όμως αρκετές εβδομάδες πιο πριν, είχαμε πει τα κορίτσια μεταξύ μας οτι αυτόν τον αγώνα θα τον τρέχαμε. ΜΑΖΙ. Και με είχε πιάσει η λύσσα η κακιά να τον τρέξω. Και όποιος με έχει γνωρίσει, θα ξέρει δύο πράγματα για μένα. Πρώτον, οτι είμαι τρελό μαυρόγατο, του τύπου ο,τι μπορεί να μου πάει στραβά θα μου πάει, και δεύτερον, οτι έχω πείσμα γαϊδάρου. Ξεροκέφαλη ρε παιδί μου, πώς το λένε...
Έτσι, το ατομικό μου συννεφάκι γκαντεμιάς ξεκίνησε να "δοκιμάζει" τα "odds" από την Δευτέρα πριν τον αγώνα, που έβλεπα οτι τα λεφτά που περίμενα, δεν έμπαιναν στην τράπεζα. Ταπί και ψύχραιμη η δικιά σας, είπα οτι τέλος πάντων, αφού θα μπούνε σύντομα, το πολύ πολύ να δανειζόμουν από γονείς και όταν τα έβλεπα στην τράπεζα, θα τα επέστρεφα. Μετά, δεν σταύρωνα με τίποτα τον παθολόγο να μου υπογράψει το χαρτί οτι δύναμαι να αθλούμαι και να κολυμπώ. Την μια έλειπε, την άλλη είχε πολύ κόσμο, ε στο τέλος πήγα ανήμερα του ταξιδιού για Σερβία, πρώτη πρώτη πρωινή, και τον έβαλα να μου το γράψει.
Ξημέρωσε λοιπόν η Τρίτη που θα ταξίδευα, και οτι είχα φύγει από τον γιατρό και τσουπ ένα μπαρμπάδι, με τρακάρει από πίσω. Το αμάξι μου, σαν σκυλί μαύρο, δεν έπαθε τίποτα. Ο καημένος ο αυχένας μου όμως, την άκουσε στερεοφωνικά, και ενώ είχε αρχίσει να μου περνάει, όταν το αεροπλάνο έπιασε να προσγειώνεται και πάτησε γη και φρένα, στο κλασσικό "γκουπ" που κάνει, την ξανάκουσα. Ψυχραιμία όμως, αντιμετωπίστηκε το θέμα με καυτό μπανάκι και ύπνο, και τις επόμενες μέρες, εγώ το αγνοούσα σταθερά και αυτό εξασθένιζε σαν πόνος. Όλα καλά λοιπόν εκεί.
Εν συνεχεία, κάποια στιγμή μεταξύ ισογείου και πρώτου ορόφου, εγώ και δυο άλλες κοπελιές ξεμείναμε για κανα μισάωρο στο ασανσέρ. Δεν θα έλεγα οτι ο Σέρβος ρεσεψιονίστ είχε μεγάλη εμπειρία από απεγκλωβίσεις, μιας και ο τρόπος που αντιμετώπισε το θέμα ήταν απλά να μας τραβήξει έξω, ενώνοντας τις προσευχές του με τις δικές μας, να μην ξεκινήσει το ασανσέρ και κόψει καμιά μας στη μέση. Όπως αντιλαμβανόμαστε όλοι, το ασανσέρ δεν ξεκίνησε, αλλά τα πόδια μας ήταν την άλλη μέρα μες τις πληγές και τις μελανιές. Μια ομορφιά...
Μέχρι την Παρασκευή, ο αυχένας είχε στρώσει, οι μελανιές είχαν απλώσει και είχαν πάρει τα χρώματα του δειλινού και η δικιά σας από το άγχος για την δουλειά, σε συνδυασμό με το άγχος για τον αγώνα, έκανε κάθε μέρα 2-3 εμετούς. Σε βαθμό που με πιάσαν κάποιες και μου είπαν "συγχαρητήρια". Επειδή με πήραν για έγκυο....
Η Παρασκευή, ξημέρωσε με πονοκέφαλο, εξελίχθηκε σε πονόλαιμο, το απόγευμα υποθερμία και το βράδυ δέκατα και πυρετό. Είχα κρυώσει και αναρωτιόμουν, τι άλλο θα μπορούσε να μου πάει στραβά. Σκέφτηκα οτι αν μέχρι να γυρίσω Ελλάδα δεν μου είχαν κλέψει το μηχανάκι, τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε να πάει στραβά - άρα θα έτρεχα. Όπως έλεγα, μουλάρι ο Αστραχάν...
Και ναι, γύρισα σπίτι, το μηχανάκι ήταν ακριβώς εκεί που έπρεπε να είναι!
Μέσα σε ένα απόγευμα, ήρθε ο Μίνος, βάλαμε τα φανταστικά αυτοκόλλητα που μου είχε φτιάξει ο Γιώργος, ήρθε και ο Ηλίας και πήγαμε το μηχανάκι για βενζίνες και αέρες, μάζεψα τα μπλιμπλίκια της μηχανής, μάζεψα τον εξοπλισμό μου (κι όταν λέω μάζεψα, εννοώ από κάθε μεριά του σπιτιού που είχε "τακτοποιηθεί"), έκανα μπάνιο, έφαγα, έβαλα ξυπνητήρι, τσέκαρα τουλάχιστον τρεις φορές οτι δεν είχα κλείσει τον ήχο, οτι δεν θα έκλεινε από μπαταρία και οτι ήταν στην σωστή ώρα, και ξάπλωσα να κοιμηθώ.
Against all odds λοιπόν, αποφάσισα οτι θα τρέξω. Και έμεινα μέχρι τις δυο τα μεσάνυχτα, με το μάτι γαρίδα από την ένταση, να κοιτάω το ταβάνι...
Δεν ήμουν έτοιμη, δεν ήμουν προπονημένη, δεν ήμουν καν Ελλάδα μέχρι και το Σάββατο το μεσημέρι. Επιπλέον, ήμουν χτυπημένη, ολίγον άρρωστη, και μέχρι τελευταία στιγμή έτρεχα είτε από ίντερνετ όσο έλειπα, είτε με βοήθεια φίλων, όταν γύρισα, να ετοιμάσω το μηχανάκι. Και εαυτόν. Τύπου "ρε μαμάαααααα, πού είναι οι επιγονατ...άστο, πού είναι αυτά τα ασπρόμαυρα που είχα κάτω από την καρέκλα?"...
Πηγαίνοντας όμως αρκετές εβδομάδες πιο πριν, είχαμε πει τα κορίτσια μεταξύ μας οτι αυτόν τον αγώνα θα τον τρέχαμε. ΜΑΖΙ. Και με είχε πιάσει η λύσσα η κακιά να τον τρέξω. Και όποιος με έχει γνωρίσει, θα ξέρει δύο πράγματα για μένα. Πρώτον, οτι είμαι τρελό μαυρόγατο, του τύπου ο,τι μπορεί να μου πάει στραβά θα μου πάει, και δεύτερον, οτι έχω πείσμα γαϊδάρου. Ξεροκέφαλη ρε παιδί μου, πώς το λένε...
Έτσι, το ατομικό μου συννεφάκι γκαντεμιάς ξεκίνησε να "δοκιμάζει" τα "odds" από την Δευτέρα πριν τον αγώνα, που έβλεπα οτι τα λεφτά που περίμενα, δεν έμπαιναν στην τράπεζα. Ταπί και ψύχραιμη η δικιά σας, είπα οτι τέλος πάντων, αφού θα μπούνε σύντομα, το πολύ πολύ να δανειζόμουν από γονείς και όταν τα έβλεπα στην τράπεζα, θα τα επέστρεφα. Μετά, δεν σταύρωνα με τίποτα τον παθολόγο να μου υπογράψει το χαρτί οτι δύναμαι να αθλούμαι και να κολυμπώ. Την μια έλειπε, την άλλη είχε πολύ κόσμο, ε στο τέλος πήγα ανήμερα του ταξιδιού για Σερβία, πρώτη πρώτη πρωινή, και τον έβαλα να μου το γράψει.
Ξημέρωσε λοιπόν η Τρίτη που θα ταξίδευα, και οτι είχα φύγει από τον γιατρό και τσουπ ένα μπαρμπάδι, με τρακάρει από πίσω. Το αμάξι μου, σαν σκυλί μαύρο, δεν έπαθε τίποτα. Ο καημένος ο αυχένας μου όμως, την άκουσε στερεοφωνικά, και ενώ είχε αρχίσει να μου περνάει, όταν το αεροπλάνο έπιασε να προσγειώνεται και πάτησε γη και φρένα, στο κλασσικό "γκουπ" που κάνει, την ξανάκουσα. Ψυχραιμία όμως, αντιμετωπίστηκε το θέμα με καυτό μπανάκι και ύπνο, και τις επόμενες μέρες, εγώ το αγνοούσα σταθερά και αυτό εξασθένιζε σαν πόνος. Όλα καλά λοιπόν εκεί.
Εν συνεχεία, κάποια στιγμή μεταξύ ισογείου και πρώτου ορόφου, εγώ και δυο άλλες κοπελιές ξεμείναμε για κανα μισάωρο στο ασανσέρ. Δεν θα έλεγα οτι ο Σέρβος ρεσεψιονίστ είχε μεγάλη εμπειρία από απεγκλωβίσεις, μιας και ο τρόπος που αντιμετώπισε το θέμα ήταν απλά να μας τραβήξει έξω, ενώνοντας τις προσευχές του με τις δικές μας, να μην ξεκινήσει το ασανσέρ και κόψει καμιά μας στη μέση. Όπως αντιλαμβανόμαστε όλοι, το ασανσέρ δεν ξεκίνησε, αλλά τα πόδια μας ήταν την άλλη μέρα μες τις πληγές και τις μελανιές. Μια ομορφιά...
Μέχρι την Παρασκευή, ο αυχένας είχε στρώσει, οι μελανιές είχαν απλώσει και είχαν πάρει τα χρώματα του δειλινού και η δικιά σας από το άγχος για την δουλειά, σε συνδυασμό με το άγχος για τον αγώνα, έκανε κάθε μέρα 2-3 εμετούς. Σε βαθμό που με πιάσαν κάποιες και μου είπαν "συγχαρητήρια". Επειδή με πήραν για έγκυο....
Η Παρασκευή, ξημέρωσε με πονοκέφαλο, εξελίχθηκε σε πονόλαιμο, το απόγευμα υποθερμία και το βράδυ δέκατα και πυρετό. Είχα κρυώσει και αναρωτιόμουν, τι άλλο θα μπορούσε να μου πάει στραβά. Σκέφτηκα οτι αν μέχρι να γυρίσω Ελλάδα δεν μου είχαν κλέψει το μηχανάκι, τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε να πάει στραβά - άρα θα έτρεχα. Όπως έλεγα, μουλάρι ο Αστραχάν...
Και ναι, γύρισα σπίτι, το μηχανάκι ήταν ακριβώς εκεί που έπρεπε να είναι!
Μέσα σε ένα απόγευμα, ήρθε ο Μίνος, βάλαμε τα φανταστικά αυτοκόλλητα που μου είχε φτιάξει ο Γιώργος, ήρθε και ο Ηλίας και πήγαμε το μηχανάκι για βενζίνες και αέρες, μάζεψα τα μπλιμπλίκια της μηχανής, μάζεψα τον εξοπλισμό μου (κι όταν λέω μάζεψα, εννοώ από κάθε μεριά του σπιτιού που είχε "τακτοποιηθεί"), έκανα μπάνιο, έφαγα, έβαλα ξυπνητήρι, τσέκαρα τουλάχιστον τρεις φορές οτι δεν είχα κλείσει τον ήχο, οτι δεν θα έκλεινε από μπαταρία και οτι ήταν στην σωστή ώρα, και ξάπλωσα να κοιμηθώ.
Against all odds λοιπόν, αποφάσισα οτι θα τρέξω. Και έμεινα μέχρι τις δυο τα μεσάνυχτα, με το μάτι γαρίδα από την ένταση, να κοιτάω το ταβάνι...
Μπήκα, άφησα βαλίτσα, έφτιαξα τσάντες κι έφυγα... |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου